τρισσοκέφαλος

τρισσοκέφαλος
-ον, Α
τρικέφαλος («τρισσοκέφαλος, ἰδεῑν ὀλοὸν τέρας», Ορφ. Αργ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. τρι-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρισσοκέφαλος — three headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hecate — HECĂTE, es, Græc. Ἑκάτη, ης, (⇒ Tab. I.) 1 §. Namen. Diesen führen einige von ἑκὰς, fern, her, weil sie weit von uns entfernet sey; oder von ἑκατὸν, hundert, weil sie mit hundert Opfern mußte versöhnet werden; oder auch weil sie der unbegrabenen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • τρισσοκάρηνος — ον, Α τρισσοκέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δι κάρηνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”